αχνάδα

αχνάδα
(I)
η
1. ατμός υγρού που βράζει
2. η οσμή φαγητού όπως μεταδίδεται από τον αχνό του
3. ομίχλη
4. καπνός
5. ασθενέστατος ήχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αχνός].
————————
(II)
η
1. η λευκότητα («η αχνάδα του χιονιού»)
2. η ωχρότητα («η αχνάδα που το πρόσωπο τώρα σκεπάζει», Α. Βαλαωρ.)
3. το ωχρό φως («όταν στέλνει μίαν αχνάδα / μισοφέγγαρο χλωμό», Δ. Σολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταχνάδα — η θαμπάδα, θολάδα, θάμπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχνάδα (< αχνός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”